- καταξιώ
- καταξιῶ, -όω (AM)βλ. καταξιώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταξιῶ — καταξιόω deem worthy pres subj act 1st sg καταξιόω deem worthy pres ind act 1st sg καταξιόω deem worthy pres subj act 1st sg καταξιόω deem worthy pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταξίωι — καταξίῳ , κατάξιος quite worthy masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταξιώνω — (AM καταξιῶ όω) θεωρώ κάποιον άξιο, κρίνω κάποιον άξιο για κάτι (α. «τόν καταξίωσε ο θεός να δει τα παιδιά του επιτυχημένους ανθρώπους» β. «μεγάλης αὐτὸν ἀποδοχῆς καταξιῶσαι», Διόδ.) νεοελλ. αναγνωρίζω την αξία κάποιου, δικαιώνω («αυτή η εξέλιξη… … Dictionary of Greek
καταξίωση — η (Α καταξίωσις) [καταξιώ] νεοελλ. η αναγνώριση τής αξίας κάποιου, η δικαίωση («στα γεροντάματα πέτυχε την καταξίωση που περίμενε σε όλη του τη ζωή») αρχ. η υπόληψη, ο σεβασμός, η εκτίμηση προς κάποιον … Dictionary of Greek
ԱՐԺԱՆԻ — (նւոյ, նեաց.) NBH 1 0357 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c ա. ἅξιος dignus Նա՝ կամ այն՝ որում արժան է ընծայել ինչ ʼի պատիւ կամ յանարգանս. արժանաւոր. յարմար. եւ Հաճոյ. ընտրեալ. ընտիր. պիտանի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)